- ὑποσείραιος
- ὑποσείραιος, ον,A dragged alongside, like a σειραῖος ἵππος, cj. Musgr. in E.HF445 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποσείραιος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που σείρεται παραπλεύρως δεμένος με σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σειραῖος «ο προσδεδεμένος στη σειρά» (< σειρά)] … Dictionary of Greek